Ακόμη μία φορά που η Ελλάδα μας φιγουράρει δίπλα σε…
Το Meraki ένα νέο ελληνικό στέκι για την ελίτ του Λονδίνου
Η Ελλάδα μπορεί να μαστίζεται από την οικονομική κρίση αλλά η ελληνική γαστρονομία φαίνεται πως διανύει την καλύτερη εποχή της αποτελώντας μια μεγάλη διεθνή τάση στον χώρο της εστίασης.
Στο πλαίσιο αυτό ο Ινδός μεγιστάνας Πίτερ Γουέινι, ιδιοκτήτης μαζί με τον αδελφό του Αρζουν μερικών από τα διασημότερα εστιατόρια του Λονδίνου, όπως τα «Zuma», «Roka», «Coya», «La Petite Maison» αλλά και της φημισμένης Λέσχης των Vips «The Arts Club», εγκαινιάζει σε συνεργασία με τον επιχειρηματία Γιάννη Μωράκη στα μέσα Ιουνίου στη βρετανική πρωτεύουσα το «Meraki», ένα εστιατόριο που θα προσφέρει ελληνικές γεύσεις υψηλού γαστρονομικού επιπέδου.
Η οικογένεια Γουέινι αποτελείται από πέντε αδέλφια, τους Σάντερ, Λαλ, Αρζουν, Πίτερ και Γκούλου. Πατριάρχης θεωρείται ο Αρζουν, ο οποίος όπως και ο αδελφός του Πίτερ γεννήθηκαν στην Ινδία αλλά σε νεαρή ηλικία μετανάστευσαν για σπουδές στην Καλιφόρνια. Για πολλά χρόνια οι Γουέινι υπήρξαν ιδιοκτήτες στις ΗΠΑ της επιτυχημένης επιχείρησης με έπιπλα σπιτιού «Pier 1» την οποία πούλησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Το 1996 ο Αρζουν Γουέινι εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα τον ακολούθησε ο Πίτερ.
Σήμερα είναι ιδιοκτήτες, μεταξύ άλλων, του επενδυτικού σχήματος Argent Fund Management Limited ενώ δραστηριοποιούνται σε διάφορους ακόμα τομείς, όπως η μόδα, οι ιπποδρομίες κ.ά.
Η οικογένεια έγινε διεθνώς γνωστή όταν εισήλθε στον χώρο της εστίασης δημιουργώντας μερικές από τις πιο διάσημες αλυσίδες εστιατορίων στον κόσμο. Η αρχή έγινε το 2002 με το ιαπωνικής κουζίνας «Zuma» (συνιδιοκτήτης του είναι ο σεφ Ράινερ Μπέκερ) στο Νάιτσμπριτζ. Στη συνέχεια ακολούθησαν τα «Roka» (ιαπωνική κουζίνα), «Coya» (περουβιανή) και «La Petite Maison» (γαλλική). Σήμερα τα εστιατόρια αυτά εκτός από το Λονδίνο έχουν εξαπλωθεί σε διάφορες πόλεις όπως Νέα Υόρκη, Μαϊάμι, Ντουμπάι, Κωνσταντινούπολη, Χονγκ Κονγκ, Αμπου Ντάμπι, Μπανγκόκ κ.ά. Το 2011 αποτέλεσε μια χρονιά-σταθμό, όταν οι Γούεινι απέκτησαν και ανακαίνισαν, επαναφέροντας τη χαμένη της αίγλη, την ιστορική ιδιωτική λέσχη «The Arts Club» στην οποία μέτοχος είναι και η Γουίνεθ Πάλτροου. Επιπλέον έχουν ανοίξει το «Oblix» στον ουρανοξύστη «The Shard» ενώ μόλις εγκαινίασαν το «Coya Angel Court» στο City.
«Ερωτευτήκαμε την κουζίνα της»
Το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα ήταν πριν από 7 χρόνια. Και στην κυριολεξία την ερωτεύτηκα. Τα αγαπημένα μου μέρη είναι η Αθήνα, η Μύκονος και η Θεσσαλονίκη. Πλέον, την επισκέπτομαι το λιγότερο 4 με 5 φορές τον χρόνο και κάθε φορά παρατηρώ πως η αγάπη μου μεγαλώνει. Η ιδέα για το “Meraki” προέκυψε από την ιδιαίτερη μας σχέση με την Ελλάδα, την οποία καλλιεργήσαμε κατά τις επισκέψεις μας σε φίλους σε όλη τη χώρα. Ερωτευτήκαμε την κουζίνα, το φιλόξενο προσωπικό και τη ζωντανή ατμόσφαιρα σε εστιατόρια, από τους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας μέχρι τα παραλιακά ταβερνάκια των ελληνικών νησιών. Έτσι θελήσαμε να φέρουμε στο Λονδίνο όλες αυτές τις ιδιαίτερες και μοναδικές πτυχές
λέει ο Πίτερ Γουέινι στο «Έθνος».
Το μεσογειακό φαγητό και ειδικότερα το ελληνικό φαγητό έρχεται στο προσκήνιο της βιομηχανίας εστίασης. Νέοι, δραστήριοι εστιάτορες εκσυγχρονίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτά η μεσογειακή διατροφή και τα μεσογειακά ποτά. Όλα είναι απλά, εποχιακά, φρέσκα και ελαφριά. Αισθάνεσαι καλά να τα τρως και, το πιο σημαντικό, είναι και νόστιμα. Η ελληνική κουζίνα είναι ανεπιτήδευτη, φιλόξενη και είναι το είδος της διατροφής που μπορείς να ακολουθείς πολλές φορές την εβδομάδα. Από τον περασμένο χρόνο, παρακολουθούμε μια τεράστια εισροή υψηλής ποιότητας παραδοσιακών ελληνικών προϊόντων στη Βρετανία, συμπεριλαμβανομένων κρασιών, λαχανικών και τυριών. Οι επισκέπτες των εστιατορίων αναζητούν όλο και περισσότερο ελαφρύτερες και υγιεινότερες επιλογές και η ελληνική κουζίνα τούς προσφέρει ακριβώς αυτό, χωρίς να χρειαστεί να συμβιβαστεί κανείς σε θέματα γεύσης και απόλαυσης.
Συνεχίζοντας η Μεχέρ, μας περιγράφει το νέο εστιατόριο:
Το “Meraki” θα ανοίξει τον Ιούνιο στην καρδιά της περιοχής Φιτζρόβια του Λονδίνου και θα είναι ένα σύγχρονο ελληνικό εστιατόριο. Με επικεφαλής κουζίνας τον σεφ Δημήτρη Σιαμάνη, το μενού του “Meraki” θα εξυμνεί τα προϊόντα που ο ίδιος και η ομάδα του έχουν συγκεντρώσει σαρώνοντας όλη την Ελλάδα από άκρη σε άκρη, όπως το αβγοτάραχο Μεσολογγίου, η γραβιέρα Νάξου και το κρητικό γαλοτύρι.
Τα πιάτα του μενού θα περιλαμβάνουν κριθαρότο με αστακοκαραβίδες και αργά μαγειρεμένο ώμο αρνιού με χόρτα αβγολέμονο, καθώς και πιάτα για τη μέση με μεζέδες που θα αλλάζουν βάσει της εποχής, κρέατα ψημένα στη σχάρα και ψάρια. Το “Meraki” γεννήθηκε από την επιθυμία μας να προσφέρουμε τα καλύτερα υλικά της Μεσογείου με τη ζεστή, γενναιόδωρη φιλοξενία και την κομψή κοσμοπολίτικη αύρα. Το εστιατόριο θα ξεχωρίσει επειδή θα ενθαρρύνει τη φιλοξενία στα πάντα, από τα δημιουργικά πιάτα για τη μέση μέχρι τους χώρους για εστίαση και διασκέδαση.
«Έχουμε βάλει την ψυχή μας»
Ο κ. Γουέινι προσθέτει ότι στο «Meraki» η οικογένειά του έχει βάλει όλη της την αγάπη:
Είμαι τυχερός που έχω μεγαλώσει παρακολουθώντας τα μέλη του στενού οικογενειακού μου κύκλου στις επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης. Στο “Meraki”, θα επιβλέπω όλες τις εργασίες από το “προσκήνιο” αλλά και το “παρασκήνιο” μαζί με τον συνεταίρο μου, Ολιβιλε Εϊνάρ. Είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι με αυτό το πρότζεκτ, και προσωπικά έχουμε βάλει όλη την αγάπη και την ψυχή μας στην κάθε λεπτομέρειά του.
Στο ερώτημά αν η ελληνική κουζίνα αποτελεί μια διεθνή τάση στον χώρο της γαστρονομίας εκείνος απαντά:
Δεν θα το χαρακτήριζα “τάση”, αλλά τα καλύτερα εστιατόρια πηγαίνουν πίσω στα βασικά, επιστρέφουν στις ρίζες τους και δημιουργούν κλασικά παραδοσιακά πιάτα όμως με έναν σύγχρονο, εκλεπτυσμένο και ταυτόχρονα κατανοητό τρόπο. Επιστρέφουμε έτσι στα πιάτα που λαχταρούμε και αναγνωρίζουμε, τα οποία φτιάχνονται με απλά υλικά και φρέσκα προϊόντα.
Στη συζήτηση παρεμβαίνει η Μεχέρ προκειμένου να μας αποκαλύψει τα αγαπημένα της ελληνικά πιάτα:
Εγώ δεν μπορώ να πω όχι στο παραδοσιακό φαγητό και ένα από τα αγαπημένα μου είναι ο τραχανάς. Μου αρέσει το γεγονός ότι τα ίδια τα ζυμαρικά, όταν είναι απλά, έχουν μοναδική γεύση. Επιλέγω πάντα πίτα με τραχανά, το οποίο ο Δημήτρης σερβίρει με ορτύκια και μανιτάρια ή μια παραλλαγή του σπανακόρυζου με κρόκο αβγού. Στη συνέχεια τελειώνω το γεύμα μου με μια λαχταριστή μερίδα λουκουμάδων.
Η οικογένεια Γουέινι επέλεξε ως συνέταιρό της τον Γιάννη Μωράκη, ο οποίος διανύει εδώ και 25 χρόνια μια επιτυχημένη πορεία στον χώρο της εστίασης και διασκέδασης. Ετσι ο 47χρονος επιχειρηματίας είναι μεταξύ άλλων ιδιοκτήτης των κλαμπ «Guzel», του bar-restaurant «Rock ‘n’ Roll», του «Nikkei Peruvian Resto-Bar», των ιαπωνικής κουζίνας εστιατορίων «Oozora» και «Izakaya», των κλαμπ «Cabaret», «Box Athens», «Hotel Ερμού» και «Madon», του εστιατορίου «Wolves of Kitchen» κ.ά.
Το καλοκαίρι του 2016 γνώρισα στη Μύκονο τον Πίτερ Γουέινι. Αποκτήσαμε φιλική σχέση και σύντομα έμαθε τα πάντα για τις ασχολίες μου. Κάποια στιγμή μου ανέφερε πως μέσα στα πλάνα τους είναι και η δημιουργία ενός ελληνικού εστιατορίου. Έτσι τον Νοέμβριο με κάλεσαν στο Λονδίνο για να συναντήσω τον μεγαλύτερο αδελφό του Αρζουν, ο οποίος είναι και ο ιδρυτής του ομίλου. Πρόκειται για εξαιρετικούς επαγγελματίες, οι οποίοι ό,τι κάνουν είναι υψηλών προδιαγραφών. Αμέσως συμφώνησα και ξεκινήσαμε να ετοιμάζουμε το “Meraki”. Από τότε έχω ταξιδέψει αρκετές φορές στο Λονδίνο προκειμένου να βοηθήσω στο πρότζεκτ. Μαζί μας συνέταιρος θα είναι και ο επιχειρηματίας Δήμος Στασινόπουλος με τον οποίο συνεργάζομαι σε διάφορες επιχειρήσεις. Το “Meraki” για μένα δεν είναι ένα ακόμα εστιατόριο. Αισιοδοξώ πως θα αποτελέσει το καλύτερο διαβατήριο για την ελληνική κουζίνα και μια ζωντανή διαφήμιση της Ελλάδας στο εξωτερικό
καταλήγει ο Γιάννης Μωράκης.