Αποκλειστική συνέντευξη στην Ειρήνη Νικολοπούλου και τον Γιάννη Κωστούδη Η…
Μοναδική συνέντευξη: Η Άλκη Ζέη “ανοίγει το βιβλίο της ζωής της” και μιλά για το 19ο βιβλίο της “Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά” (ΦΩΤΟ)
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου, “Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά”, η Αργυρώ Μποζώνη συνάντησε την Άλκη Ζέη και της έκανε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη για το elculture.
Σας την παραθέτουμε ολόκληρη
Η Άλκη Ζέη μάς υποδέχεται στο σπίτι της λεωφόρου Αλεξάνδρας χαμογελαστή στην πόρτα. Μπαίνουμε στο αγαπημένο της σαλόνι με τις φωτογραφίες του Γιώργου Σεβαστίκογλου, τα πορτραίτα της και τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής και καθώς βολεύεται στην πολυθρόνα της, μας ρωτά τι καιρό κάνει έξω. Η Άλκη Ζέη – ένας θρύλος στα μάτια μας – ανήσυχη, οξύνους και φιλοπερίεργη, σαρκαστική και τρυφερή, ανήκει σε μια γενιά της οποίας οι ατομικές φιλοδοξίες υποχώρησαν μπροστά στα συλλογικά οράματα και στα συνταρακτικά γεγονότα που αναγκαστικά ισοπέδωναν την προσωπική ζωή.
Το έργο της συμβάδισε με την πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, των ανατροπών, των διωγμών, της αγωνίας για το αύριο, της συμμετοχής στους αγώνες για ελευθερία και δημοκρατία, τα βιβλία της, χωρίς ίχνος διδακτισμού, δημιούργησαν σχολή, ενώ παραμένει ενεργή μέχρι σήμερα συνομιλώντας συχνά με αναγνώστες της κάθε ηλικίας. Η συζήτηση μαζί της είναι ένας μεγάλος περίπατος σε τόπους και ιδέες. «Αν θέλετε μπορείτε να καπνίσετε, δε με ενοχλεί καθόλου», μας λέει μόλις καθόμαστε. Εσείς υπήρξατε ποτέ καπνίστρια; τη ρωτώ.
-Ποτέ.
-Ο Σεβαστίκογλου κάπνιζε;
-Κάπνιζε επτά τσιγάρα την ημέρα, αλλά έπρεπε να τα καπνίσει τη ορισμένη ώρα, ποτέ όταν δούλευε, γι’ αυτό κάπνιζε λίγο.
Με την Άλκη Ζέη η συζήτηση ξεκίνησε για το 19ο βιβλίο της με τίτλο Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά; που θα παρουσιάσει στον Ιανό, αύριο, στις 2 Νοεμβρίου, στις 8:30 μ.μ.
«Η συζήτηση αυτή γινόταν με τα εγγόνια μου επάνω στο μιλλένιουμ που τους εντυπωσίαζε πολύ. Ρωτούσαν, «πόσα χρόνια θα ζήσεις ακόμα;» μας εξηγεί η Άλκη Ζέη. «Δέκα; Όχι, έλεγαν, είναι πολύ λίγα, δεκαπέντε; Όχι έλεγα εγώ, είναι πάρα πολλά. Συμφωνήσαμε στα δεκατρία και εμένα μου φαινόταν ότι ήταν μια ολόκληρη ζωή. Τώρα έχουμε φτάσει τα δεκαεπτά, πέρασαν τρεχάλα τα χρόνια. Σήμερα βέβαια αυτή είναι μια απαγορευμένη συζήτηση, μόλις τολμήσω να πω «εγώ σε τρία χρόνια ποιος ξέρει…» μου φωνάζουν να μη λέω σαχλαμάρες, δε μπορούν να το ακούσουν. Δε θέλουν καθόλου να ακούνε τέτοια».
Τα τελευταία χρόνια πόσο γρήγορα έχουν κυλήσει; Βλέπω έχετε και μια πολύ μεγάλη δραστηριότητα, παρουσιάσεις, συναντήσεις με αναγνώστες.
Πηγαίνω σε πολλά σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα. Τώρα βέβαια τα περιόρισα λίγο. Τελευταία πήγα στα Τίρανα και τη Σάμο και μέχρι να φύγω για τις Βρυξέλλες δεν πάω πουθενά. Είπα να κάνω λίγο κράτει, γιατί αισθάνθηκα ότι πρέπει να περιμαζευτώ. Μου αρέσει να πηγαίνω και σε σπίτια φίλων να κουβεντιάσουμε, αυτό που δε μου αρέσει καθόλου τελευταία είναι να πηγαίνω στα εστιατόρια, έχει πολύ θόρυβο.
Οι πολύ κοντινοί σας φίλοι ποιοι είναι;
Είναι η Ξένια Κλογεροπούλου, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Μάνος Ζαχαρίας με τον οποίο είμαστε μια οικογένεια και έξω, δεν είμαστε και πολλοί, αλλά είμαστε πάρα πολύ κοντά.
Πόσα χρόνια μείνατε στο εξωτερικό;
Έκανα δέκα στη Μόσχα και ο Γιώργος δεκαεπτά και άλλα δέκα στο Παρίσι.
«Απλά δε μπορεί σήμερα να κάνει κάποιος αυτό που έκανε ο Κουν»
Σήμερα πώς σας φαίνονται τα πράγματα εδώ;
Λίγο σαχλά, λίγο αδιάφορα μου φαίνονται. Εκείνο όμως που με εντυπωσιάζει είναι ότι τα νέα παιδιά βλέπω ότι έχουν πολύ περισσότερο κέφι και αγάπη για την τέχνη, απ’ όσο οι προηγούμενοι και προσπαθούν πολύ. Από την άλλη αναρωτιέμαι: βγαίνει πουθενά αυτό; Ως πότε θα μπορούν να ζουν έτσι;
Βλέπετε κάτι καινούργιο, κάτι «επαναστατικό»;
Αν εννοείτε λέγοντας «επαναστατικό» το ότι αναποδογυρίζουν τις κωμωδίες ή να παίζουν τη Μήδεια άντρες, δε το θεωρώ μοντέρνο αυτό. Νομίζω πως δεν ξέρουν καλά το κλασικό για να μπορούν να κάνουν κάτι που θα πατήσει σε αυτή τη γνώση. Δηλαδή, επαναστατικό ήταν αυτό που έκανε ο Πίτερ Μπρουκ, από τον τρόπο που έβλεπε τα έργα, μέχρι το ότι έπαιξε στο καμένο θέατρο. Αυτός έκανε το καινούργιο.
Στη λογοτεχνία υπάρχουν πράγματα που σας αρέσουν σήμερα;
Υπάρχουν, αλλά νομίζω, παγκοσμίως, δεν είναι η εποχή των μεγάλων συγγραφέων, των μεγάλων ποιητών, είναι η εποχή των καλών. Έχουμε καλούς καλλιτέχνες. Δηλαδή το να ξαναβγεί ένας Κουν είναι κάτι δύσκολο. Απλά δε μπορεί σήμερα να κάνει κάποιος αυτό που έκανε ο Κουν.
Τις θυμάστε τις παραστάσεις του;
Είναι μια από τις πιο ισχυρές αναμνήσεις εκείνης της εποχής, ήταν Κατοχή. Όταν πήγα και είδα την «Αγριόπαπια» και είχα μείνει άναυδη. Το ανέβαζαν απογευματινές όταν δεν είχε ο Μουσούρης παραστάσεις, δεν είχε ο Κουν όλο το θέατρο δικό του. Ήμουν τότε με τον Σεβαστίκογλου, που είχε στενή φιλία με τον Κουν και ήταν μαζί στο Τέχνης και δε θα ξεχάσω και τη γνωριμία μου με μια άλλη καταπληκτική γυναίκα, την Ελένη Χατζηαργύρη που έπαιζε στο Ρόσμεχολμ του Ίψεν. Η αδερφή μου είχε δει τον Γιώργο και τη Λέλα –έτσι τη λέγαμε- στην πλατεία Αμερικής μαζί και μου είχε πει «μα τι σου βρήκε εσένα;» και τότε ζήλεψα. Μετά μου τη σύστησε ο Γιώργος, ήταν πολύ καλή του φίλη και πήγε η καρδιά μου στη θέση της.
Με τον Σεβαστίκογλου σας συνέδεσε περισσότερο η εξορία ή τα χρόνια εδώ πριν φύγετε έξω;
Πιο πολύ εδώ, στο θέατρο. Η κατοχή, η αντίσταση, μας είχαν ήδη συνδέσει και ενώσει βαθιά. Εκείνος έφυγε το 1948 και εγώ πήγαν να τον βρω το 1954. Πήγα εξορία εν τω μεταξύ, στη Χίο, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Το πιο επικίνδυνο ήταν εδώ, με τη θεία μου Έλλη Παπά, την εκτέλεση του Μπελογιάννη, τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αυτό ήταν το πιο ζόρικο κομμάτι.
Σήμερα πως σας φαίνονται αυτές οι επισκέψεις στη Μακρόνησο;
Μου φαίνεται σαν σχολική εκδρομή. Δεν είναι τρόπος αυτός, σε ένα τρόπο μαρτυρίων να πηγαίνεις και να λες τραγουδάκια και να σηκώνεις τη γροθιά σου, σήμερα που δε σε εμποδίζει κανένας να τη σηκώσεις.
Μετά από όλη την περιπέτεια του εξωτερικού, πότε γυρίσατε στην Ελλάδα;
Σε πρώτη φάση γύρισα το 1964, ο Γιώργος ήρθε το 1965 και μετά το 1967 ξαναφύγαμε εξόριστοι στο Παρίσι. Ήταν πιο δύσκολη φάση γιατί δεν ξέραμε τη γλώσσα, είχαμε τα παιδιά, αλλά ήμασταν όλοι μαζί και οι Γάλλοι τότε μας βοήθησαν πολύ, άνοιξαν τα σπίτια τους, βρήκαμε δουλειές. Ήμασταν οι ίδιες παρέες, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Ηλιού, ο Μάριος Πλωρίτης.
Πότε πιστέψατε ότι το γράψιμο είναι η δουλειά σας;
Από πολύ μικρή. Ότι θα ζήσω από αυτό δε το πίστευα ποτέ, έλεγα κάτι άλλο θα κάνω, αλλά από μαθήτρια ήμουν βεβαία ότι αυτό θα έκανα. Μετά, θέλησα να πάω στο θέατρο και να γίνω και ηθοποιός. Ο Γιώργος δεν το ‘βλεπε καθόλου, έτσι πήγα σε άλλη σχολή από αυτή που δίδασκε, στο Ωδείο Αθηνών, τελείωσα, αλλά κατάλαβα ότι ταλέντο δεν είχα και σταμάτησα.
Όταν εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο είχε επιτυχία;
Μου έχει μείνει αξέχαστο αλλά όχι γιατί είχε επιτυχία. Με χτύπησαν σαν χταπόδι, έλεγαν ότι δεν είναι βιβλίο για παιδιά, ότι δεν κάνει να μιλάμε στα παιδιά για πολιτική, πήγαν να με κρεμάσουν λίγο πολύ και ούτε πολυκυκλοφορούσε το βιβλίο. Στη Γαλλία κατάλαβα ότι τα βιβλία μου είχαν αξία, γιατί εκεί υπήρχαν οι βιβλιοθηκάριοι, οι βιβλιοθήκες, είχε μεταφραστεί «το Καπλάνι της βιτρίνας», «ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου». Η αντίληψη να μη λέμε τίποτα στα παιδιά άλλαξε γιατί πάντα τα παιδιά ρωτάνε «γιατί να πεθάνει ο παππούς» και ήθελα να πω στα εγγόνια μου ότι οι παππούδες κάποτε πεθαίνουν. Με αποδέχτηκαν πολύ αργότερα, μετά τη μεταπολίτευση.
Νιώσατε ποτέ πιεσμένη να γράψετε το επόμενο βιβλίο;
Έχω γράψει 19 βιβλία και η αλήθεια είναι ότι δεν με πίεσε ποτέ κανένας να γράψω περισσότερο. Δεν έχω γράψει, αναλογικά, πολλά βιβλία, γράφω μόνο όταν έχω κάτι να πω, δε βιάζομαι να γράψω το επόμενο.
Θα μου πείτε τη γνώμη σας για τα παιδικά βιβλία σήμερα;
Έχουν προχωρήσει πολύ. Στην ηλικία μου υπήρχαν μόνο τα βιβλία της Δέλτα, μετά οι μεταφράσεις των ξένων συγγραφέων, ενώ σήμερα έχουν βγει πολλοί συγγραφείς, εικονογράφοι, σαν την άμμο της θαλάσσης έχουμε πληθύνει.
Αυτός ο πληθωρισμός κάνει καλό ή κακό;
Και καλό και κακό, γιατί από αυτή την πληθώρα βγαίνουν πολύ καλοί συγγραφείς. Αλλά επειδή βγάζουμε πολλά και φτηνά, αγοράζουν συνήθως το κακό και φτηνό. Φταίει και το ότι δεν υπάρχουν παιδικές βιβλιοθήκες παντού, κάθε σχολείο δεν έχει τη βιβλιοθήκη του. Σε άλλες χώρες αυτό είναι καθορισμένο.
Ποιο θεωρείτε καλό ή κακό βιβλίο;
Δε μπορώ να πω κακό, ας πούμε το διδακτικό δε μου αρέσει.
Πιστεύετε ότι τα παιδιά διαβάζουν περισσότερο ή λιγότερο;
Ούτε παλιότερα διάβαζαν, ούτε τώρα. Εξαρτάται από το δάσκαλο που έχουν.
«… νόμιζα ότι ο άνθρωπος για να ζήσει πρέπει να έχει ένα βιβλίο»
Και όχι από το σπίτι;
Αν είναι ένα σπίτι σαν το δικό μου· εγώ έβλεπα τον παππού μου διαρκώς με ένα βιβλίο και νόμιζα ότι ο άνθρωπος για να ζήσει πρέπει να έχει ένα βιβλίο. Υπάρχουν παιδιά που στα σπίτια τους δεν υπάρχουν βιβλία, υπάρχουν παιδιά που στα σπίτια τους υπάρχουν τόσα βιβλία που από αντίδραση δε διαβάζουν. Ο δάσκαλος, καλύτερα από το γονιό, βρίσκει τον τρόπο να τα πλησιάσει και βρίσκει χίλιους δυο έξυπνους τρόπους να τα ρίξει στην παγίδα του διαβάσματος. Μπαίνεις σε τάξεις και μένεις έκπληκτος, σε χωριά ακριτικά που δε φαντάζεσαι και είναι καλύτερα από παιδιά του Κολεγίου. Ξέρετε, δεν έχει σημασία αν ένα σχολείο είναι δημόσιο ή ιδιωτικό, έχω επισκεφθεί ιδιωτικά και όλοι ήταν εντυπωσιακά αδιάφοροι και δημόσια που έκαναν με τους δασκάλους πολύ σοβαρή δουλειά.
Ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις που έχετε από το διάβασμα;
Μου άρεσε να διαβάζω από μικρό παιδί. Ο παππούς μου περπατούσε στη Σάμο, στην παραλία, αλλά θεωρούσε χαμένο χρόνο να περπατάει χωρίς να κάνει τίποτα άλλο και περπατούσε διαβάζοντας, δεν άφηνε το βιβλίο από τα χέρια του.
Στη Σάμο περάσατε όλα τα παιδικά σας χρόνια;
Όχι, πήγαμε όταν ήμουν πέντε, γιατί αρρώστησε η μητέρα μου από φυματίωση. Περνούσαμε ζωή και κότα με τον παππού και ούτε μας ένοιαζε που δεν είχαμε τους γονείς μας, είχαμε εκατό θείες, μας χάιδευαν όλοι και είχαμε κάθε είδους ελευθερία, μόνο να διαβάζουμε στην ώρα μας είχαμε υποχρέωση.
Τα χρόνια της Ρωσίας πώς ήταν κυρία Ζέη;
Κοιτάξτε, εμείς είχαμε μια πολύ καλή παρέα και είχαμε και Ρώσους πολύ καλούς φίλους. Τα χρόνια στην Τασκένδη, επτά για το Γιώργο, δυο για μένα, ήταν χάλια. Είχαμε ενάμισι δωμάτιο, ούτε τουαλέτα δεν είχαμε, όλα ήταν απέξω. Μόνο ζέστη είχαμε. Αλλά, από την Τασκένδη μας βοήθησαν κάποιοι Ρώσοι καθηγητές που ήταν και αυτοί εκεί, εξόριστοι και όχι το κόμμα, να πάμε στη Μόσχα με μια υποτροφία. Στη Μόσχα είχαμε φίλους· ο Μάνος Ζαχαρίας, ο Μίμης Σπάθης, όλοι ήταν εκεί, στη Μόσχα. Και κάναμε και καλούς φίλους Ρώσους.
Κάθε φορά σας βρίσκω σε αυτό το σαλόνι και το θαυμάζω, είστε περιτριγυρισμένη από αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις τι πράγμα είναι ακριβώς;
Είναι ένα πράγμα πολύ καλό, γιατί τους πεθαμένους μας, όπως έχει πει ο Μπέρναρ Σο νομίζω, αν δε τους βλέπουμε στον ύπνο μας πού θα τους δούμε; Εγώ τους βλέπω στον ύπνο μου, είναι σαν να ζω μαζί τους.
Δε σας καταθλίβει αυτό;
Καθόλου. Όταν βλέπω το Γιώργο να συζητά μαζί με τη Μελίνα, αυτό είναι το καλύτερό μου όνειρο.
Είστε πάντα δραστήρια, φιλική, γεμάτη ζωή, είναι θέμα χαρακτήρα ή καλλιέργειας αυτό;
Ίσως και καλλιέργειας, ίσως και μια άμυνα για τη ζωή.
Ο χρόνος είναι γιατρός γι’ αυτούς που έχουν φύγει;
Εκτός από το Γιώργο, μου λείπουν πολύ οι φίλοι μου. Ο Μάριος Πλωρίτης ας πούμε, μου λείπει πάρα πολύ, ήταν το λεξικό μου, γνωριζόμασταν από 15 χρόνων, ήταν οι γενιές βλέπετε, οι αγώνες, όλο αυτό το περιβάλλον.
Τι βλέπετε στην Ευρώπη να συμβαίνει;
Γίνεται ένας αναβρασμός και ελπίζω να βγει σε κάτι καλό, γιατί είχε κατακαθίσει το πράγμα. Η προοδευτική Ευρώπη που είχαμε τώρα βράζει, αλλά με τα φασιστικά ανησυχώ πολύ, όλες αυτές οι πρώην κομμουνιστικές χώρες έχουν γίνει πιο φασιστικές.
Η εμπειρία της ζωής στην Ευρώπη, σας άλλαξε σαν άνθρωπο;
Δε νομίζω. Και κυρίως δεν επηρέασε το γράψιμό μου, γιατί δεν κοίταξα όπως άλλοι να προσαρμοστώ στη Γαλλία, να γράψω «γαλλικά» πράγματα. Αδιαφόρησα εντελώς, εγώ είχα στο νου μου αυτά που ήθελα να γράψω για την Ελλάδα και από απόσταση τα έβλεπα και πιο καθαρά.
Νιώσατε ποτέ τη Γαλλία σαν πατρίδα σας;
Καμία δεν ένιωσα σαν πατρίδα μου, ούτε τη Γαλλία, ούτε τη Ρωσία, μόνο την Ελλάδα. Και αν στερήθηκα και αν πέρασα δύσκολα, αυτά δεν τα υπολογίζω.
Ποιο είναι το επόμενό σας σχέδιο;
Ανυπομονώ να πάει 15 Δεκεμβρίου και να φύγω στις Βρυξέλλες. Εκεί γράφω ήσυχα και θέλω να τελειώσω το βιβλίο μου
Θα έχουμε εικοστό βιβλίο;
Θα έχουμε και νομίζω τέλειωσα πια. Να ηρεμήσω λίγο. Παραείμαι σε κίνηση.