«Aυτός που θα καταφέρει να κρατήσει το όραμα και το…
“Η φεμινίστρια “προφήτης” για μια ολόκληρη γενιά μόδας στο Λονδίνο”: Μεγάλο αφιέρωμα-ύμνος στη Σοφία Κοκοσαλάκη από την βρετανική Vogue (φώτο)
Το γεγονός ότι είδα τον Alexander McQueen να περνάει ανάμεσα στο πλήθος για να παρακολουθήσει την επίδειξη μόδας της Σοφίας Κοκοσαλάκη στις 20 Φεβρουαρίου 2002 είναι μια μαρτυρία για τον μεγάλο αντίκτυπο που είχε το έργο του ταλαντούχου κοριτσιού από την Ελλάδα, που καθιέρωσε μια νέα κυματιστή και άκρως θηλυκή αντίληψη στις δημιουργίες μόδας.
Μετά την είδηση του θανάτου της στην τραγικά νεαρή ηλικία των 47 ετών , έπιασα τον εαυτό μου να ξαναδιαβάζει ότι είχα γράψει για τη Σοφία.
Και ναι, εκεί υπάρχει στο ντοκουμέντο της Vogue Runway, η απόδειξη για το πόσο πολύ σέβονταν και αποδέχονταν τη Σοφία Κοκοσαλάκη ένα πολύ σκληρό και απαιτητικό κοινό που ξεκινούσε από τους φοιτητές μόδας στο Λονδίνο, περνούσε στους συνομηλίκους της σχεδιαστές και έφτανε μέχρι τον ίδιο τον McQueen, που ήταν ήδη ο σταρ του οίκου Givenchy , όταν εξέφραζε τον θαυμασμό του στη Σοφία Κοκοσαλάκη.
Η Σοφία – όπως πρέπει να είχε διαισθανθεί ο McQueen, ήταν στην κορυφή μιας νέας γενιάς σχεδιαστών του Λονδίνου. Ήταν η πρώτη σχεδιάστρια που βγήκε από το Central Saint Martins που ένωσε την ευρωπαϊκή κληρονομιά με τα χαρακτηριστικά ελληνικά ντραπέ και πτυχώσεις αφήνοντας μια μινιμαλιστική αίσθηση σε ρούχα που μπορούσαν να φορεθούν στο δρόμο ή σε ένα κλαμπ.
Στην αρχή οι συλλογές της έμοιαζαν με την πρώιμη δουλειά του και του Nicolas Ghesquière στον Balenciaga, ενώ ταυτόχρονα μετέφεραν τη δική της μουσική, το βιομηχανικό ρυθμό της Kraftwerk και της Joy Division.
Η αποφασιστικότητα της να δημιουργήσει το δικό της Brand, που τόσο γρήγορα εκτοξεύθηκε στα καλύτερα του fashion industry έδωσε έμπνευση σε όλα τα νέα μυαλά.
“Παρακολουθώντας τι έκανε η Σοφία, ένιωθα στο μυαλό μου πυροτεχνήματα χαράς“, λέει ο Kim Jones. “Αυτή η κομψή, απίστευτη μαχητής κατάφερε το αδύνατο”, συνεχίζει.
Όταν πρωτογνώρισα τη Σοφία είχε μόλις αποφοιτήσει από το Central Saint Martin MA, το 1998. Ήταν η επικεφαλής μιας “στρατιάς” νέων και ταλαντούχων σχεδιαστών που η καθηγήτρια Louise Wilson τους προόριζε να γίνουν αυτοί που θα αναδείξουν το Λονδίνο ξανά ως δυναμική πρωτεύουσα της μόδας.
Αλλά η Σοφία, που είχε γεννηθεί το 1972 , είχε έρθει στο Λονδίνο από την Ελλάδα και ήταν ήδη 100% σίγουρη για το ποια ακριβώς ήταν και τη ακριβώς ήθελε να κάνει.
“Ήμουν έτοιμη να εγκαταλείψω το σπίτι μου, τη χώρα μου, τον τρόπο ζωής μου, τα πάντα για να μπω”, μου είπε κάποτε. “Νόμιζα ότι η ζωή μου θα τελείωνε αν δεν έμπαινα στη σχολή, ή θα με έπαιρναν ή θα αυτοκτονούσα”, συνέχισε.
Την πρώτη φορά που έκανε αίτηση στη σχολή ήταν 16 ετών. Εμφανίστηκε με τρία ρούχα και χωρίς portfolio και την απέρριψαν.
“Η Louise και εγώ θεωρήσαμε ότι “έχει κάτι”, ότι είναι ενδιαφέρουσα, αλλά έπρεπε να την απορρίψουμε, γιατί ήταν πάρα πολύ μικρή”, λέει ο Fabio Piras, καθηγητής στη σχολή που τώρα θυμάται τη Σοφία να έρχεται γεμάτη φιλοδοξίες μπροστά στην επιτροπή.
“Της είπαμε να ξανάρθει όταν θα γίνει 18. Και όταν την έβλεπες ήξερες: Ήταν από εκείνους τους φοιτητές που είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στο να δημιουργήσουν κάτι δικό τους, το δικό τους Brand”, συνεχίζει.
Ψηλή, ξανθιά με σώμα αγαλματένιο, η Σοφία το κορίτσι με το μαύρο δερμάτινο μπουφάν έκανε ακριβώς αυτό το 1999. Δημιούργησε το δικό της Brand.
Οι συλλογές της που ταυτόχρονα υμνούσαν την αξιοπρέπεια της αρχαίας Ελλάδας και διοχέτευαν μια πολύ θηλυκή ροκ ενέργεια, προσέλκυσαν γρήγορα τη διεθνή προσοχή.
Ήρθαν οι προτάσεις για συνεργασίες και ήταν η πρώτη που πέτυχε να συνεργαστεί με τους Raf Simons και Véronique Branquinho ως quest designer στην μιλανέζικη εταιρεία δερμάτινων Ruffo Research.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 μετακόμισε για να παρουσιάσει τα ρούχα της στο Παρίσι, αναπτύσσοντας συνεχώς ιδέες που γεννιόνταν και μεγάλωναν από το ελληνικό backround της.
Οι ρίζες της ήταν από την Κρήτη. Ο πολιτικός μηχανικός πατέρας της και η δημοσιογράφος μητέρα της, γεννήθηκαν στο νησί. “Την πατρίδα, όπως την αποκαλούμε” έλεγε.
Έμαθε “μακραμέ” και “αζούρι” από τη γιαγιά της στις διακοπές της στο νησί τα καλοκαίρια και εφάρμοζε αυτές τις ελληνικές τεχνικές κεντήματος στα υπέροχα “κολάζ” που έφτιαχνε από δέρμα και ύφασμα.
Περιστασιακά αυτές οι τεχνικές θα έβρισκαν θέση στα παντελόνια ή στις μπότες που σχεδίαζε που ήταν εμπνευσμένες από την τοπική φορεσιά που φορούσαν οι άντρες της Κρήτης.
“Φορούν (σ.σ. τα μοντέλα) φλατ μπότες , φαρδιά παντελόνια και και ένα τουρμπάν με φούντες και είναι όλα μαύρα. Αλλά νομίζω ότι αυτό είναι απίστευτα σέξι. Πόσο συχνά μπορείς να το πεις αυτό για μία τοπική ενδυμασία;”, γελούσε.
“Είναι λίγο 70’ς και λίγο ροκ με έναν πρωτόγονο τρόπο”, συνέχιζε. Ως γυναίκα, η Σοφία ήταν καλλιεργημένη, επινοητική και στωική.
Το 2004 με μεγάλη σεμνότητα και ευθύνη ανέλαβε να φτιάξει τα κουστούμια για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Την επισκέφτηκα τότε για να δω τη δουλειά της .
Με αφοσίωση ετοίμαζε τα εκπληκτικά κουστούμια που σχεδίαζε για τους Ολυμπιακούς. Κουστούμια που τίμησαν τον ελληνικό μύθο , την ιστορία και τον πολιτισμό , μπροστά σε ένα παγκόσμιο κοινό.
Τότε για πρώτη φορά είδα ότι παρόλο που έριχνε όλη της ενέργεια σε αυτό το πρότζεκτ , κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία της. Νωρίτερα μου είχε πει ότι είχε υποβληθεί σε μία θεραπεία για παιδική αρρώστια στο Λονδίνο, αναφέρει η Sarah Mower, στο άρθρο της για τη Σοφία Κοκοσαλάκη στη βρετανική Vogue.
Η Σοφία ήταν διακριτική σε αυτό. Δεν μιλούσε για τα προβλήματα υγείας , ούτε τα άφηνε να την αποσπάσουν από το να δώσει το μέγιστο που μπορούσε στις ευκαιρίες που της πρόσφερε η ζωή.
Αργότερα, παράλληλα με την ανάπτυξη του δικού της οίκου, ανέλαβε σε διαφορετικές περιόδους την «προχωρημένη» ιταλική Diesel Black Gold, αλλά και την αναβίωση του ιστορικού γαλλικού οίκου Vionnet.
Τελευταία είχα την ευκαιρία να θαυμάσω την υπέροχη συλλογή νυφικών της και λίγο αργότερα μια εξαιρετική συλλογή κοσμημάτων που έδειχνε την ικανότητα της να δημιουργεί αριστουργήματα τα οποία υμνούν την ελληνική αρχαιότητα ενώ έχουν ένα πολύ σύγχρονο και μοντέρνο ύφος.
Η μεγαλύτερη χαρά της όμως ήταν η μικρή της κόρη η Στέλλα. Η Σοφία μια γυναίκα με αξιοπρέπεια, χιούμορ και ταλέντο αφήνει μια τεράστια κληρονομιά στο Λονδίνο και στην Αθήνα.
Δύο πόλεις που μπορούν να υπερηφανεύονται ότι είναι η κληρονομιά που τους άφησε η “Δική τους Σοφία”.