Όταν η Μαρία Αγγελικούση τέθηκε επικεφαλής στο ναυτιλιακό κολοσσό του…
Η Ερμιόνη Μπρίγκου, η “μάνα της Χιμάρας” για τα παλικάρια του ’40 που γνώρισε: ”Μια καρδιά, μια πατρίδα, ή θάνατος ή λευτεριά”, σαν σε γάμο (φωτό – βίντεο)
Η επιλεγόμενή μάνα της Χειμάρρας βραβεύτηκε πριν από 9 χρόνια από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας οπότε και μίλησε για τα παιδικά της χρόνια, όταν πολλοί στρατιώτες έζησαν μέσα στο σπίτι τους στην Χειμάρρα.
Έξι απ’ αυτούς σκοτώθηκαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και ο πατέρας της τους έθαψε στον κήπο του σπιτιού τους για να μην τους φάνε τα ζώα.
Έκτοτε η κ.Ερμιόνη και μέχρι σήμερα ανάβει τα καντήλια και κάνει τρισάγιο στη μνήμη αυτών των γεναίων Ελλήνων στρατιωτών τιμώντας την μνήμη τους.
Το eirinika & το made in Greece σκέφτηκε να σας την παρουσιάσει με αφορμή την σημερινή επέτειο της 28 Οκτωβρίου, ως παράδειγμα αξιοπρέπειας ανθρωπισμού και πατριωτισμού.
Αυτή είναι η είναι η Ερμιόνη Μπρίγκου, η μάνα της Χειμάρρας.
Η Ερμιόνη Μπρίγκου αντιπροσωπεύει την Ελλάδα του ηρωισμού και της θυσίας, την Ελλάδα του υψηλού φρονήματος και της υπερηφάνειας.
Είναι η «Μάνα των Πεσόντων», που εκπληρώνει με απαράμιλλη αυταπάρνηση μέχρι σήμερα το πατριωτικό της καθήκον και το χρέος προς όλους εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα.
himara.gr
Οι έξι Ελληνες στρατιώτες που πολέμησαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, σκοτώθηκαν στη Χειμάρρα και θάφτηκαν στον κήπο του πατρικού της.
Πολέμησαν και σκοτώθηκαν ηρωικά μερικά μέτρα μακριά από αυτό το πέτρινο σπίτι που έτυχε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή ενός κολασμένου μετώπου.
Κοριτσάκι 8 χρόνων η κ. Ερμιόνη Μπρίγκου είδε τον πατέρα της να θάβει στον κήπο τους Έλληνες φαντάρους με τους οποίους είχαν ζήσει, τραγουδήσει, πολεμήσει μαζί επί μήνες, ώστε να μην τους κατασπαράξουν τα άγρια ζώα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1991 ο πατέρας της, σχεδόν αμέσως μετά το άνοιγμα των συνόρων, έφτασε στην Ελλάδα με αποκλειστικό σκοπό να βρει τις οικογένειες αυτών των φαντάρων που έγιναν δικά τους παιδιά και έγιναν δεκτοί ως «απελευθερωτές» κι ας έρχονταν από άγνωστα μέρη.
himara.gr
«Οταν έφτασε ο ελληνικός στρατός αδειάσαμε ένα δωμάτιο στο σπίτι για να μείνουν οι αξιωματικοί. Δεν ήταν για μας ξένοι, ήταν δικά μας παιδιά. Αισθανόμασταν ότι ήρθαν να μας ελευθερώσουν, να μας σώσουν», λέει η κ. Ερμιόνη. «Ημουν τότε 7-8 χρόνων. Αδειάσαμε, λοιπόν, το δωμάτιο κι εγώ, η μάνα, ο πατέρας και η γιαγιά μου χωρέσαμε στο άλλο. Αδειάσαμε και το μαντρί από τα γίδια και βάλαμε εκεί μία διμοιρία, 15 άτομα ήταν. Αλλαζαν συνέχεια θέσεις για να νομίζουν οι Ιταλοί που βρίσκονταν στο ένα χιλιόμετρο απόσταση ότι ήταν περισσότεροι. Λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι στήθηκε το φυλάκιο».
«Το πρωί με σήκωνε η μάνα μου να πάω στους φαντάρους τσάι. Μου έλεγε “σκύβε όπως πας να μη σε βρει κανένα βλήμα”, μου ‘λεγε “πήγαινε άκρη άκρη να μη σε δουν”. Επειτα με έστελνε στο μαντρί να τους φωνάξω για πρωινό. Η μάνα μου μαγείρευε για όλους.
Κάθε Σάββατο βάζαμε το τσουκάλι και πλέναμε τα ρούχα. Ημασταν μια οικογένεια. Γι’ αυτό όταν σκοτώθηκαν ήταν σαν να χάσαμε δικούς μας ανθρώπους», συνεχίζει. «Τους ήξερα με τα μικρά τους ονόματα. Οταν τρώγαμε, όταν τραγουδούσαμε, όταν με έβαζαν να χορέψω, όλοι μαζί τα κάναμε. Μου φορούσαν το στρατιωτικό καπέλο με έβγαζαν φωτογραφία και εγώ το έβρισκα ένα ωραίο παιχνίδι».
Διηγούμενη τις αναμνήσεις της ζωής της βουρκώνει. «Οταν σκοτώθηκαν τους είχαμε μία ολόκληρη μέρα στο σπίτι. Τη νύχτα έριξε ο πατέρας μου δυο-τρία κυπαρίσσια και τους έθαψε ανά τρεις σε δύο σημεία. Ενας άλλος στρατιώτης, πρώτος ξάδελφος ενός από τους νεκρούς, φώναζε, ωρυόταν. Πήρε ένα κιβώτιο, το έκοψε λωρίδες κι έφτιαξε έναν σταυρό πάνω στον οποίο με καρφί χάραξε το όνομα του νεκρού. Ηταν πολλοί οι νεκροί. Αλλους τους έφαγαν τα ζώα, τα πουλιά, πολλούς τους έπαιρνε το ποτάμι», θυμάται…
«Τα παιδιά αυτά πολέμησαν σαν ήρωες. Και δεν θα οπισθοχωρούσαν ποτέ αν δεν έρχονταν οι Γερμανοί. Οι Ελληνες ποτέ δεν υποχωρούν», λέει ήρεμα η κ. Ερμιόνη. «Ηταν τόσο άξιοι, ψύχραιμοι, ζωηροί, μόλο που άφηναν πίσω σκοτωμένους, είχαν μια παλικαριά, μια αξιάδα. Αέρα και Αέρα φώναζαν, όσα κι αν είχαν τραβήξει, αυτό δεν το ξεχνούσαν. Σε δύο λεπτά ήταν έτοιμοι. ”Μια καρδιά, μια πατρίδα, ή θάνατος ή λευτεριά”, έλεγαν και έφευγαν λες και θα πήγαιναν σε γάμο. Πήγαιναν όμως σε πόλεμο. Ξέρετε, δεν ξαναγύρισαν πότε στις μάνες τους κι αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Γι’ αυτό πάω και καθαρίζω τους τάφους, δεν με υποχρεώνει κανένας, θέλω και το κάνω. Αφήνω λουλούδια, τους μιλάω κιόλας πού και πού.
Τους λέω ”κοιτάξτε, βρε παιδιά, που εγώ έζησα, και έγινα μεγάλη και έγινα γιαγιά κι εσείς παιδιά μου δεν γυρίσατε ποτέ στην πατρίδα…”».
Για την “Μάνα των πεσόντων” του Έπους 1940 – 41, την “κυρά της Χιμάρας”, που 80 χρόνια στην αυλή του σπιτιού της στην Χιμάρα αναπαύονται έξι μαχητές έκανα ένα μικρό αφιέρωμα, λίγες γραμμές για την Βορειοηπειρώτισσα ηρωίδα που ο Σάββας Σιάτρας τραγούδησε και το βίντεο επιμελήθηκε ο Γιάννης Κοροδήμος:
ΤΗΣ ΧΙΜΑΡΑΣ Η ΚΥΡΑ
Το καμάρι της Ηπείρου
είναι η Ερμιόνη Μπρίγκου
είναι η Μάνα των Πεσόντων
του ’40 των Ηρώων
της Χιμάρας η κυρά
που φροντίζει τα παιδιά
που έμειναν εκεί για πάντα
και δοξάζουν την Ελλάδα
Είναι της πατρίδας φάρος
το καμάρι της Ελλάδος.