Μια συγκλονιστική και σπάνια vintage pic μοιράστηκε η Έλενα Μακρή…
Αντώνης Τρίτσης: Ο πιο γοητευτικός πολιτικός της δεκαετίας του ’80 – Το ανατρεπτικό του έργο, η πρόωρη απώλεια & ο έρωτας με τη Μιμή Ντενίση (φωτό-βίντεο)
Το 1992 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 55 ετών ο Αντώνης Τρίτσης.
Με αφορμή τα 32 χρόνια από την ξαφνική απώλεια του θα κάνουμε μία αναδρομή στη ζωή και το έργο του σπουδαίου πολιτικού.
Ο Αντώνης Τρίτσης υπήρξε οραματιστής και χαρισματικός πολιτικός, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, υπουργός ΠΕΧΩΔΕ (1981-1984) και Παιδείας (1986-1988), αρχηγός κόμματος (ΕΡΚ) και Δήμαρχος Αθηναίων (1991-1992) με τη σημαία της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες – πολεοδόμους της Ελλάδας, με σημαντική αναγνώριση και στο εξωτερικό. Έμεινε στην ιστορία για δύο νομοθετήματά του, το νόμο-τομή για την πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας (1337/83) και το νόμο για την εκκλησιαστική περιουσία (1700/87), που όμως έμεινε στα χαρτιά.
Γεννήθηκε το 1937 στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος του Ιδρύματος Φουλμπράιτ στις ΗΠΑ, στη διάσημη σχολή Πολεοδομίας Χωροταξίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου του Ιλινόις, όπου το 1969 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Μετά τη Μεταπολίτευση δίδαξε χωροταξία στο Μεταπτυχιακό Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου.
Από τα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε με τον κλασικό αθλητισμό και συγκεκριμένα με το άθλημα του δεκάθλου. Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού αναδείχθηκε πρωταθλητής Ελλάδας, πέτυχε πανελλήνια ρεκόρ και διακρίθηκε σε Βαλκανικούς Αγώνες.
Η άλλη μεγάλη του αγάπη ήταν τα ταξίδια. Ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη, αφού ένα από τα ενδιαφέροντά του ήταν η Φυσική Γεωγραφία και η Αρχαιολογία. Μιλούσε άπταιστα τέσσερις ξένες γλώσσες (αγγλικά, ισπανικά, γαλλικά και ιταλικά) και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη φωτογραφία. Ίδρυσε το ADI-CONSULT (Auto – Development International Consulting System: Διεθνές Συμβουλευτικό Σύστημα Αυτοανάπτυξης), ένα πολυεθνικό συμβουλευτικό σύστημα, στελεχωμένο με ειδικούς, που επικέντρωνε την προσοχή του στην εθνική και τοπική αυτοανάπτυξη. Ήταν, επίσης, μέλος του Διεθνούς Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών.
Με την πολιτική ασχολήθηκε αμέσως μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 εκλέχθηκε βουλευτής Κεφαλλονιάς και Ιθάκης και επανεκλέχθηκε στις εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985.
Στις 21 Οκτωβρίου 1981 ορκίστηκε υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος στην πρώτη «Κυβέρνηση της Αλλαγής» του Ανδρέα Παπανδρέου και παρέμεινε στη θέση του έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1984, οπότε με τρίτο πρωθυπουργικό ανασχηματισμό τον διαδέχθηκε ο Ευάγγελος Κουλουμπής.
Δείτε συνέντευξη του Αντώνη Τρίτση
Η βασική του συνεισφορά στην πρώτη κυβερνητική του θητεία ήταν ο νόμος 1337 του 1983 για την πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας, στο πλαίσιο της οποίας εκπονούνται Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια για όλες τις ελληνικές πόλεις. Έγραφε μεταξύ άλλων στις «Προτάσεις χωροταξικής οργάνωσης»: «Οργανικό κομμάτι της νέας αυτής αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η χωροταξία, που παρέχει τη διάσταση τού δομικού σχεδιασμού τής οικονομίας, υπόβαθρου τής αναγκαίας ανασυγκρότησης οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών δομών. Ο χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί στη δομική αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος της χώρας, ώστε αυτό να προσαρμόζεται στα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της — όπως και κάθε περιοχής της — φυσικά, δημογραφικά, κοινωνικά, πολιτισμικά. Στοχεύει ειδικότερα ο χωροταξικός σχεδιασμός στη σταθεροποίηση τής αναπτυξιακής διαδικασίας κάθε περιοχής με την ανάπτυξη των τοπικών παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και με τη συντήρηση […] των φυσικών πόρων […] και […] στη διασφάλιση τής ποιοτικής της διάστασης […] Στην τεχνική του έκφραση, ο χωροταξικός σχεδιασμός περιλαμβάνει τη χωροθέτηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, τον καθορισμό τών χρήσεων γης, τη διάρθρωση τών δικτύων τεχνικής υποδομής (μεταφορών κ.λπ.), τη διάρθρωση του οικιστικού ιστού και τον καθορισμό των ζωνών ειδικής προστασίας…».
Στις 25 Απριλίου 1986 ανέλαβε προς γενική έκπληξη των πολιτικών παρατηρητών το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Παρά την πρόθεσή του να πραγματοποιήσει έναν «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία», δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει συναίνεση για ορισμένα ριζοσπαστικά μέτρα που θέλησε να προωθήσει, όπως η μείωση κατά 10% των εισακτέων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και η επαναφορά της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτά, σε συνδυασμό με άλλα ειδικότερης εμβέλειας θέματα (όπου ανήκαν και τα οικονομικά ζητήματα των εκπαιδευτικών) οδήγησαν σε μεγάλης έκτασης κινητοποιήσεις (απεργίες, καταλήψεις, συλλαλητήρια, μαθητών, φοιτητών και εκπαιδευτικών), που κορυφώθηκαν το 1988, με την πρώτη απεργία των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης σε εποχή εξετάσεων. Παράλληλα, ο νόμος 1700 του 1987 για τη ρύθμιση της εκκλησιαστικής περιουσίας, κατέστη ανενεργός μετά τη σφοδρή αντίδραση της Εκκλησίας και τη συμφωνία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.
Έτσι, στις 7 Μαΐου 1988 ο Αντώνης Τρίτσης υπέβαλε την παραίτησή του με επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, αφήνοντας αιχμές για τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, το Εκτελεστικό Γραφείο και τους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ. Στις 9 Μαΐου αντικαταστάθηκε από τον Απόστολο Κακλαμάνη. Όμως, το γυαλί είχε ραγίσει στις σχέσεις Τρίτση και ΠΑΣΟΚ και στις 13 Μαρτίου 1989 διαγράφηκε από το Κίνημα, επειδή απουσίαζε από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Στις 19 Μαΐου ο Αντώνης Τρίτσης ανακοίνωσε την ίδρυση κόμματος με την επωνυμία «Ελληνικό Ριζοσπαστικό Κίνημα», με το οποίο κατήλθε στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, αλλά έλαβε μόλις 4.269 ψήφους (ποσοστό 0,07%).
Στις 14 Οκτωβρίου 1990 ο Αντώνης Τρίτσης εκλέχθηκε δήμαρχος Αθηναίων από τον πρώτο γύρο, με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας. Συγκέντρωσε το 50,12% των ψήφων, έναντι 45,93% της Μελίνας Μερκούρη. Στις 10 Φεβρουαρίου 1991, λίγες μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, επισκέφθηκε τη βομβαρδισμένη από τους Αμερικανούς Βαγδάτη (Πόλεμος του Κόλπου) και ανακοίνωσε στον δήμαρχο της πόλης την πρωτοβουλία του για σύγκληση ενός φόρουμ δημάρχων των ιστορικών πόλεων Μέσης Ανατολής και ανατολικής Μεσογείου.
Στις 23 Μαρτίου 1992 ο Αντώνης Τρίτσης υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Στις 7 Απριλίου έχασε τη μάχη με τη ζωή, σε ηλικία 55 ετών.
Ο έρωτας με την Μιμή Ντενίση
Ο θάνατος του ματαίωσε τον επικείμενο γάμο του με την Μιμή Ντενίση, με την οποία διατηρούσε πολύχρονο δεσμό.
«Ήταν η μεγαλύτερη απώλεια για μένα! Πάντα ένιωθα η χήρα… Πάντα ένα κομμάτι μέσα μου λέει ότι έφυγε αυτός που θεωρούσα το άλλο μου μισό. Αυτός ήταν ο άντρας μου! Ήταν ένας άνθρωπος πολύ αντίστοιχος με μένα… Είχαμε σχέση 7 χρόνια. Η γνωριμία μας έγινε στο θέατρο, με είχε δει στην παράσταση «Amadeus» και έπειτα στο καμαρίνι, που με βρήκε, μου είπε ότι τον γοήτευσα. Το φλερτ κράτησε πολύ γιατί τότε ήμουν παντρεμένη με τον Γιάννη Φέρτη… Με τον Αντώνη είχαμε πολλές ομοιότητες, αυτό το πολυσχιδές που έχω και εγώ, το είχε και ο ίδιος, σε άλλο τομέα, γι’ αυτό καταλαβαινόμασταν χωρίς λόγια. Δεν υπήρξε ποτέ μεταξύ μας αμφιβολία και είχε επίσης αυτό που εγώ λατρεύω, κουλτούρα. Είχε αληθινή μόρφωση και δεν ήταν δήθεν. Ήταν πολύ προχωρημένη προσωπικότητα για την Ελλάδα… Αν είχε ζήσει, θα ήταν πολύ διαφορετική η ζωή μου, πιστεύω ότι θα είχα μείνει μαζί του. Θα είχαμε κάνει οικογένεια, πιστεύω… Η Μαριτίνα μου είχε πει κάποτε «αν είχα μπαμπά, απ’ όλους όσους είχες σχέση, θα ήθελα να ήταν ο Αντώνης», έχει αποκαλύψει για τη γνωριμία τους η δημοφιλής ηθοποιός.
«Έχω περάσει κατάθλιψη από θάνατο, όταν πέθανε ο μεγάλος μου έρωτας, ο Αντώνης Τρίτσης. Έπαθα κατάθλιψη επειδή έχασα… το ιδανικό… Πολλά χρόνια. Νομίζω ότι τώρα το διαχειρίζομαι φιλοσοφικά. Παλιότερα δεν μπορούσα. Η σωτηρία μου ήταν πάντοτε η δουλειά. Μετά το θάνατο του Αντώνη και την πολύ μεγάλη στεναχώρια που βίωσα, με έσωσε η δουλειά. Τότε έκανα τις μεγάλες επιτυχίες. (…), έχει δηλώσει η Μιμή Ντενίση σε συνέντευξη της.
Διαβάστε επίσης: Μιμή Ντενίση: “Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη” – “Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη σύμβολο”